-
1 συναγωγή
συνᾰγωγ-ή, ἡ,I of persons,ἀνδρὸς καὶ γυναικός Pl.Tht. 150a
; collecting, ὄχλων, ἀνδρῶν, etc., Plb.4.7.6, D.L.2.129, etc.;συμποσίου Ath.5.192b
; assembling, meeting,τῶν λογιστῶν IG12.91.9
, cf. Test.Epict.4.7.2 assembly, LXX Ex.12.3, OGI737.1 (Egypt, ii B.C.), etc.;τῶν συνέδρων IG5(1).1390.49
(Andania, i B.C.), cf. Test.Epict.4.25; place of assembly, esp. of the Jewish synagogue, Ev.Luc.8.41, Act.Ap.9.2, BCH 56.293 ([place name] Stobi), etc.; meeting-house,Μαρκιωνιστῶν OGI608.1
(Syria, iv A.D.); conventicle, Cod.Just.1.5.18.3.II of things, σ. [τῶν ἐκπεπταμένων] Hp.Off.11, cf. Epicur.Nat.14.4, etc.; opp. διαιρέσεις, Pl.Phdr. 266b; σ. πολέμου levying of war, Th.2.18; gathering in of harvest,τοῦ σίτου PCair.Zen.433.5
(iii B.C.), Plb.1.17.9, etc.;Χρημάτων Democr.222
, SIG410.14 (Erythrae, iii B.C.), Plb.27.12.2, cf. Phld.Oec.p.51 J.; (pl.), cf. Le.11.36; πύου Heras ap.Gal.13.815 (pl.);ξύλων PMich.Zen.84.15
(iii B.C.); harvest,ἑορτὴ συναγωγῆς LXX Ex.34.22
.2 drawing together, contracting, συναγωγὰς καὶ ἐκτάσεις στρατιᾶς forming an army in column or in line, Pl.R. 526d; contraction of ranks either in front or depth, Arr.Tact.11.3; αἱ τοῦ προσώπου ς. pursing up or wrinkling of the face, Isoc.9.44; ; bringing together, closing up of a wound, Gal.10.191;σ. τῶν μηρῶν Sor.2.41
;τῶν ὀφθαλμῶν Arist.Pr. 876b10
; opp. διαστολή, Id.Ph. 217b15; σ. ἔχειν, σ. λαμβάνειν, = συνάγεσθαι, Thphr.HP3.10.5, PCair.Zen.54.6 (iii B.C.), Str.8.2.3, cf. 12.2.4.3 collection,τῶν νόμων καὶ τῶν πολιτειῶν Arist.EN 1181b7
(pl.); of writings, D.H.2.27, Cic.Att.9.13.3, 16.5.5, Herod.Med. in Rh.Mus. 58.114, Gal.12.836, Orib.1Prooem.2.5 conclusion, inference, Id.Rh. 1400b26, 1410a22, Gal.16.676, S.E.P.2.143, 170; cogent reasoning, Chrysipp.Stoic. 2.89; demonstration, Phld.Rh.1.91 S.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συναγωγή
-
2 σύννομος
A feeding in herds or together, ταῦροι, κριοί, τράγοι, Arist.HA 571b22; ἵπποι ib. 611a10;μᾶλα Theoc.8.56
codd.(dub.l.): ἀγέλη (metaph., of mankind) Zeno Stoic.1.61 (alsoσύννομον ἡ φιλία ζῷον, οὐκ ἀγελαῖον Plu.2.93e
); φῦλα πάντα συννόμων of birds that flock together, Ar.Av. 1756 (lyr.), cf. 209 (anap.); πάνθ' ὅσα σύννομα ζῷα all animals that herd together, Pl.Criti. 110b, cf. Lg. 666e: c. dat., living with, τινι Luc.Syr.D.54: metaph., ἔρωτες ἄταισι ς. associated with.., A.Ch. 598 (lyr.); πνεύματα πόλει ς. Hp.Aër.3.2 c. gen. rei, sharing or partaking in a thing, σ. τινί τινος partner with one in.., Pi.I.3.17; τῶν ἐμῶν λέκτρων γεραιὰ ξύννομε partner of.., A. Pers. 704 (troch.);τῶν ἐμῶν ὕμνων Ar.Av. 678
(lyr.): metaph., θαλάσσῃ (v.l. -ης) σύννομοι Σκιρωνίδες πέτραι, of the Scironides which lie between two seas, E.Hipp. 979; πταναὶ σύννομοι νεφέων δρόμου winged partners with the racing clouds, i.e. swift as the clouds, Id.Hel. 1488 (lyr.).3 abs. as Subst., σύννομος, ὁ, ἡ, partner, consort, mate, of soldiers, A.Th. 354 (lyr.);ὡς λέοντε συννόμω S.Ph. 1436
; of wives,αἱ δὲ σ. τἄξω.. τροφεῖα πορσύνουσ' ἀεί Id.OC 340
; of a paramour, Id.El. 600; of a lioness, A.R.4.1339;θήλεια καὶ ἄρρην οἷον σύννομοι ἴτωσαν εἰς τὸν οἶκον Pl.Lg. 925c
, cf. 943b; of certain tunnies, ἐστον κατὰ τοὺς λύκους συννόμω prob. in Ael.NA15.3 (εἰς τὸν.. σύννομον codd.).II of things, kindred, correspondent, [τέχναι] ὅσαι σύννομοι Pl.Plt. 287b
, cf. 289b; ; ; φωνή, ὀσμή, D.H.1.39; λίθοι ς. stones cut so as to fit, ashlar, Plb.8.37.1, Str.5.3.8, 17.1.48.------------------------------------A lawful, regular,συναγωγὰ τῶν συνέδρων IG 5(1).1390.48
(Andania, i B.C.). Adv.- μως
as required by law, 7(1).20.28 (vi A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύννομος
-
3 καταγραφή
καταγρᾰφ-ή, ἡ,A drawing, delineation,τῆς σφαίρας D.S.3.60
; drawing of maps, Ptol.Geog.1.2.5; ποιεῖσθαι τὴν τῆς οἰκουμένης κ. ib.1.4; of the celestial globe, Gem.5.45; diagram, figure, Ael.Tact.18.1, Simp.in Cael. 652.10.II list, register,ὀνομάτων Plu.2.492b
(pl.); esp. roll of soldiers, in pl., Plb.2.24.10, D.H.4.19; ἡ τῶν συνέδρων κ. the roll of the Senate, D.S.20.36.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταγραφή
-
4 σύνεδρος
A sitting with in council, of persons, Hdt.3.34, Ps.-E.IA 192 (lyr.); ἐκ.. συνέδρου καὶ τυραννικοῦ κύκλου, = ἐκ κύκλου τῶν συνεδρευόντων τυράννων, S.Aj. 749.2 of birds, sitting together, friendly, Arist.HA 608b29.II as Subst., σ., ὁ, ἡ, one who sits with others, assessor, coadjutor,Δίκη ξ. Ζηνὸς.. νόμοις S.OC 1382
; ξύνεδροι select commissioners, Th.4.22, cf. 5.86, SIG273.2 (Milet., iv B.C.), IG22.686.5 (iii B.C.); delegates to the assembly of the second Athenian league, ib.43.44 (iv B.C.), al., Isoc.8.29, Jusj. ap. D.24.150.2 in pl., = βουλή, IG12(9).234.40 (Eretria, ii B.C.);γνώμη συνέδρων OGI213.1
(Didyma, iv/iii B.C.); οἱ σ. τῶν νησιωτῶν ib.40.1 (iii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύνεδρος
См. также в других словарях:
ένορκοι — Δικαστικός θεσμός ο οποίος διαμορφώθηκε στον χώρο της αγγλοσαξονικής νομικής παράδοσης. Αναφέρεται σε ένα σώμα πολιτών, όχι δικαστών, από τους οποίους ζητείται, αφού δώσουν τον νόμιμο όρκο (απ’ όπου προέκυψε και ο όρος έ.) να αποφανθούν για τα… … Dictionary of Greek
σύννομος — (I) και αττ. τ. ξύννομος και βοιωτ. τ. σούννομος, ον, Α 1. (για ζώα) αυτός που βόσκει μαζί με άλλα, που ζει κατά αγέλες (α. «σύννομα μᾱλ ἐσορῶν», Θεόκρ. β. «ὁ δὲ ταῡρος, ὅταν ὥρα τῆς ὀχείας ᾖ, τότε γίνεται σύννομος», Αριστοτ.) 2. αυτός που ζει με … Dictionary of Greek
ένορκος — η, ο (AM ἔνορκος, ον) [όρκος] αυτός που επικυρώνεται με όρκο (α. «ένορκος κατάθεση» β. «παρακαταθήκην ἔνορκον», Δημοσθ.) νεοελλ. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι ένορκοι πολίτες οι οποίοι εκλέγονται με κλήρο από κατάλογο και απαρτίζουν μαζί με το… … Dictionary of Greek
δικαιοδοτική λειτουργία — Μία από τις τρεις λειτουργίες στις οποίες εκδηλώνεται η κυριαρχία του νεότερου κράτους· συνίσταται στην αποκλειστική εξουσία εφαρμογής των νόμων σε περίπτωση παράβασης ή αμφισβήτησης, με τον τερματισμό των ερίδων μετά από αποφάσεις υποχρεωτικής… … Dictionary of Greek
σκαμπίνοι — Δικαστικοί σύνεδροι στο κράτος των Φράγκων. Διορίζονταν από αντιπρόσωπους της κεντρικής κυβέρνησης και κόμητες. Ο θεσμός των Σ. πρωτοεμφανίστηκε με τη μεταρρύθμιση του Καρλομάγνου (809) και αντικατάστησε το θεσμό των ράχινμπουργκ, δηλαδή των… … Dictionary of Greek
σύνεδρος — ο, η / σύνεδρος, ον, ΝΑ ως ουσ. μέλος συνεδρίου νεοελλ. 1. τακτικός δικαστής 2. στον πληθ. οι σύνεδροι ονομασία τών δικαστών τού Συμβουλίου Επικρατείας αρχ. 1. ως επίθ. α) (για πρόσ.) αυτός που μετέχει σε συμβούλιο («Περσέων oἱ συνέδρων ἐόντων… … Dictionary of Greek